- σπιρτάδα
- η, Ν1. η καυστική οσμή ή γεύση τών αλκοολούχων υγρών ή άλλων καυστικών ουσιών2. οξύτητα πνεύματος, εξυπνάδα, ευστροφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπίρτο + κατάλ. -άδα (πρβλ. σβελτ-άδα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπιρτάδα — η (λ. ιταλ.) 1. καυστική γεύση κυρίως του οινοπνεύματος: Αυτό το τσίπουρο έχει πολλή σπιρτάδα και μου έκαψε τη γλώσσα. 2. μτφ., εξυπνάδα, οξύνοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… … Dictionary of Greek
ξεθυμαίνω — (Μ ξεθυμαίνω) νεοελλ. 1. (για αιθέρια έλαια) μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι («μην ανοίγεις τα αρώματα γιατί θα ξεθυμάνουν») 2. (για υγρά ή στερεά τα οποία περιέχουν πτητικές ουσίες) αποβάλλω, χάνω τις ουσίες μου με εξάτμιση, χάνω τη σπιρτάδα… … Dictionary of Greek